- κορακιωτός
- και κορακωτός, -ή, -ό1. όμοιος με κόρακα, αγκιστροειδής, γαμψός2. εφοδιασμένος με κοράκι, με γάντζο, με ραμφοειδή μοχλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράκι με σημ. «γάντζος» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. καμαρ-ωτός χνουδ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορακωτός — ή, ό 1. κορακιωτός* 2. φρ. α) ναυτ. «κορακωτός τρόχιλος» τρόχιλος που απολήγει σε γάντζο, κν. γαντζωτός, μακαράς β. «κορακωτός γόμφος» μακριά σιδερένια περόνη που καταλήγει σε γάντζο γ) «κορακωτό σύσπαστο» το σύσπαστο που έχει τον ένα ή και τους… … Dictionary of Greek